χαυνώ — όω, ΜΑ βλ. χαυνώνω … Dictionary of Greek
χαυνῶ — χαυνόω make flaccid pres subj act 1st sg χαυνόω make flaccid pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαύνῳ — χαύ̱νῳ , χαῦνος porous masc/neut dat sg χαύ̱νῳ , χαῦνος porous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαυνώνω — χαυνῶ, όω, ΝΜΑ [χαῡνος] νεοελλ. (μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τόν χαυνώνει») μσν. 1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.) 2. παθ. χαυνοῡμαι, όομαι γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ… … Dictionary of Greek
καταχαυνώ — καταχαυνῶ, όω (Μ) επιτ. τ. τού χαυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαυνῶ «χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek
υποχαυνώ — όω, Α 1. χαλαρώνω λίγο («τοῡ λόγου τὸν τόνον ὑποχαυνοῡσι», Βασ.) 2. καθιστώ κάποιον μαλθακό, θηλυπρεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαυνῶ «κάνω κάτι πορώδες, πλαδαρό, χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek
χαυνωτικός — ή, ό / χαυνωτικός, ή, όν, ΝΑ [χαυνῶ, ώνω] νεοελλ. αυτός που προξενεί χαύνωση αρχ. αυτός που επιφέρει πλαδαρότητα. επίρρ... χαυνωτικά και λόγιος τ. χαυνωτικώς Ν με χαυνωτικό τρόπο … Dictionary of Greek
χαύνωμα — ώματος, τὸ, Α [χαυνῶ] 1. χαλαρότητα 2. αραιή σύσταση … Dictionary of Greek
χαύνωση — η / χαύνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαυνῶ, ώνω] νεοελλ. η κατάσταση τού χαύνου, πνευματική νωθρότητα ή σωματική ατονία, αποχαύνωση μσν. 1. κενό διάστημα 2. (για ώριμα φρούτα) η κατάσταση τού μαλακού αρχ. 1. πλαδαρότητα 2. μτφ. α) ψυχική χαλάρωση,… … Dictionary of Greek