χαύνω

χαύνω
χαύ̱νω , χαῦνος
porous
masc/neut nom/voc/acc dual
χαύ̱νω , χαῦνος
porous
masc/neut gen sg (doric aeolic)
χαύ̱νω , χαῦνος
porous
masc/fem/neut nom/voc/acc dual
χαύ̱νω , χαῦνος
porous
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
χαυνόω
make flaccid
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
χαυνόω
make flaccid
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαυνώ — όω, ΜΑ βλ. χαυνώνω …   Dictionary of Greek

  • χαυνῶ — χαυνόω make flaccid pres subj act 1st sg χαυνόω make flaccid pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαύνῳ — χαύ̱νῳ , χαῦνος porous masc/neut dat sg χαύ̱νῳ , χαῦνος porous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαυνώνω — χαυνῶ, όω, ΝΜΑ [χαῡνος] νεοελλ. (μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τόν χαυνώνει») μσν. 1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.) 2. παθ. χαυνοῡμαι, όομαι γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ… …   Dictionary of Greek

  • καταχαυνώ — καταχαυνῶ, όω (Μ) επιτ. τ. τού χαυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαυνῶ «χαλαρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποχαυνώ — όω, Α 1. χαλαρώνω λίγο («τοῡ λόγου τὸν τόνον ὑποχαυνοῡσι», Βασ.) 2. καθιστώ κάποιον μαλθακό, θηλυπρεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χαυνῶ «κάνω κάτι πορώδες, πλαδαρό, χαλαρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • χαυνωτικός — ή, ό / χαυνωτικός, ή, όν, ΝΑ [χαυνῶ, ώνω] νεοελλ. αυτός που προξενεί χαύνωση αρχ. αυτός που επιφέρει πλαδαρότητα. επίρρ... χαυνωτικά και λόγιος τ. χαυνωτικώς Ν με χαυνωτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χαύνωμα — ώματος, τὸ, Α [χαυνῶ] 1. χαλαρότητα 2. αραιή σύσταση …   Dictionary of Greek

  • χαύνωση — η / χαύνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαυνῶ, ώνω] νεοελλ. η κατάσταση τού χαύνου, πνευματική νωθρότητα ή σωματική ατονία, αποχαύνωση μσν. 1. κενό διάστημα 2. (για ώριμα φρούτα) η κατάσταση τού μαλακού αρχ. 1. πλαδαρότητα 2. μτφ. α) ψυχική χαλάρωση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”